αιματοκαλλιέργεια

αιματοκαλλιέργεια
η
(ιατρ.), η εργαστηριακή καλλιέργεια του αίματος για διάγνωση ασθένειας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μικροβιαιμία — η ιατρ. παροδική παρουσία μικροβίων στο αίμα τα οποία διαφεύγουν από μια λοιμώδη εστία και συνήθως καταστρέφονται από τις αμυντικές δυνάμεις τού οργανισμού και γι αυτό η αιματοκαλλιέργεια αποβαίνει αρνητική, αλλ. βακτηριαιμία …   Dictionary of Greek

  • βρoυκέλωση — Λοιμώδες νόσημα που προσβάλλει τα ζώα (αγελάδες, κατσίκες, πρόβατα, χοίρους), από τα οποία μολύνεται και ο άνθρωπος. Λέγεται και μελιταίος ή κυματοειδής πυρετός. Η νόσος οφείλεται σε ένα κοκκοβακτηρίδιο, τη βρουκέλατου μελιταίου (brucella… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”